καρτερόαθλος

καρτερόαθλος
καρτερόαθλος, -ον (Α)
αυτός που πάλεψε με καρτερία, που έδειξε επιμονή και αντοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + -άθλος (< ἄθλος), πρβλ. αρίστ-αθλος, φίλ-αθλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”